- κλυτοεργόν
- κλυτοεργόςmakingmasc/fem acc sgκλυτοεργόςmakingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλυτοεργός — κλυτοεργός, όν (Α) ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης* («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο εργός, φυτο εργός] … Dictionary of Greek